- πέρασμα
- Oνομασία 2 οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην πρώην επαρχία Φλωρίνης, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., κάτ.).
2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μικροκλεισούρας.
* * *το1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περνώ, η μετακίνηση από έναν χώρο σε άλλον και το σημείο ή το μέρος από όπου γίνεται αυτή η μετάβαση («το πέρασμα τού ποταμού από τη γέφυρα»)2. η διέλευση κάποιου από έναν τόπο («στο πέρασμά μου από την πόλη σας θα σάς επισκεφθώ»)3. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού διαπερνώ, το να περνάει κανείς κάτι διά μέσου κάποιου άλλου («το πέρασμα τής κλωστής από τη βελόνα»)4. το μέρος από όπου μπορεί κανείς να διαβεί ποταμό, πορθμό κ.λπ., το διάβα («κι εκόπηκε το πέρασμα κι εκόπη το γιοφύρι, που 'κει περνάει η κλεφτουριά», δημ. τραγούδι)5. (για τον χρόνο) παρέλευση («με το πέρασμα τού χρόνου θα τό ξεχάσεις»)6. (κυνηγ.) η διάβαση αποδημητικών πουλιών διά μέσου τής χώρας σε ορισμένη εποχή τού έτους, ανάλογα με το κλίμα τής χώρας «το πέρασμα τών ορτυκιών»)7. το παροδικό8. διαβίωση, επιβίωση («έχουμε ψωμί μόνον για πέρασμα»)9. μουσ. τμήμα ενός μουσικού έργου, χωρίς καθορισμένη έκταση και όχι απαραιτήτως αυτόνομο καθώς και διαδοχή κλιμάκων, αρπισμάτων ή άλλων ποικιλματων που έχουν ως σκοπό την επίδειξη δεξιοτεχνίας10. φρ. «βασιλικό πέρασμα» — πολυσύχναστος δρόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. πέρασα τού περνώ + κατάλ. -μα].
Dictionary of Greek. 2013.